η, ον,
A of amethyst, βωμοί Luc.VH2.11.
[Seite 120] aus Amethyst, Luc. V. H. 2, 11.
ἀμεθύστινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀμεθύστου, Λουκ. περὶ Ἀλ Ἱστ. 2. 11.
η, ον :d’améthyste.Étymologie: ἀμέθυστος.