ον,
A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.
αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
ος, ον :prenable.Étymologie: αἱρέω.