δορκαλίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = δορκάς, Call.Epigr.33.2, AP7.578 (Agath.), Opp. C.1.165; of a girl, AP5.291.12 (Agath.). II δορκαλῖδες, ων, αἱ, = δορκάδειοι ἀστράγαλοι, Herod.3.19.
German (Pape)
[Seite 658] ίδος, ἡ, = δορκάς, Opp. C. 1, 440; Callim. ep. 33, 2; παίγνια δορκαλίδων heißen die Speere, die nicht mehr geschwungen werden, Agath. 92 (V, 578). Von einem Mädchen, Agath. 25 (V, 292). Nach Suid. sind δορκαλίδες ein Marterinstrument, eine Peitsche aus Rehleder.
Greek (Liddell-Scott)
δορκᾰλίς: -ίδος, ἡ, = δορκάς. Καλλ. Ἐπ. 33. 2· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 2. 292· ― παίγνια δορκαλίδων, κύβοι κατεσκευασμένοι ἐξ ἀστραγάλων δορκάδος, αὐτόθι, 7. 578. ΙΙ. μαστίγιον ἐκ δέρματος δορκάδος ἢ ἐλάφου, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
I. subst. chevreuil, animal ; fig. biche en parl. d’une jeune fille;
II. adj. de chevreuil ; subst. fouet en peau de chevreuil.
Étymologie: δορκάς.