A halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.
συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.
exciter par ses cris.Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.