δωράκινον
English (LSJ)
(sc. μῆλον), τό, = Lat.
A duracinum, a kind of peach, clingstone, Gp.3.1.4, 10.13.1.
German (Pape)
[Seite 695] τό, eine Art Aepfel, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
δωράκινον: (ἐνν. μῆλον), τό, τὸ γνωστὸν ὀπωρικόν, ῥοδάκινον, Λατ. duracinum, Γεωπ. 10. 13, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
s.e. μῆλον;
sorte de pêche à chair dure, fruit.
Étymologie: DELG lat. duracinum ; v. ῥοδάκινον.