ατος, τό,
A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.
[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.
σκολίωμα: τό, καμπή, κυρτότης, λοξότης, Στράβ. 107, 193.
ατος (τό) :courbure, obliquité.Étymologie: σκολιόω.