σεβασμός

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

German (Pape)

[Seite 867] ὁ, = σέβασις; D. Hal. 6, 81, oft; auch θεῶν, Plut. plac. phil. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σεβασμός: ὁ, = σέβασις, ὡς καὶ νῦν, θεῶν Πλούτ. 2. 879F, Κλήμ. Ἀλ. 42· ἀρχὴ σεβασμοῦ μεστή, πλήρης μεγαλείου, Διον. Ἁλ. 6. 81· ἐν τῷ πληθ., Ὀρφ. Ὕμν. 17. 18, ἴδε Διον. Ἁλ. 2. 75.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. σέβασις.
Étymologie: σεβάζω.