τό,
A wail, E.Alc.873 (lyr.), etc.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Eust.1164.8
αἴαγμα: τό, θρῆνος, Εὐρ. Ἄλκ. 873, κτλ.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Εὐστ.
ατος (τό) :gémissement.Étymologie: αἰάζω.