ἀνθρακίζω

Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.

German (Pape)

[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνθρακίσω, att. ἀνθρακιῶ;
1 réduire en charbon;
2 faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἄνθραξ.