ές,
A = ὑπερβαρής, ἄχθος S.Aj.951.
[Seite 1193] ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχθος.
ὑπερβρῑθής: -ές, γεν. έος, = ὑπερβαρής, Σοφ. Αἴ. 951.
ής, ές :d’un poids excessif.Étymologie: ὑπέρ, βρῖθος.