Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εύς, ὁ,
A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.
[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.
ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.
έως (ὁ) :ciseau de sculpteur.Étymologie: ἐγκόπτω.