διαμονομαχέω
English (LSJ)
A fight a single combat, πρὸς ἀδελφούς Plu.2.482c, cf. Hld.7.16.
German (Pape)
[Seite 590] einen Zweikampf haben; πρός τινα ὑπέρ τινος, Plut. de frat. am. 8; τινί, Heliod. 7, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διαμονομᾰχέω: διεξάγω μονομαχίαν, πρός τινα Πλούτ. 2. 482C˙ τινὶ Ἡλιόδωρ. 7, 16.