συνωριαστής

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.