ἀπατητικός

Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fallacious, of sophistry, Pl. Sph.240d, 264d, Arist.APo.80b15, al.: Comp. -κώτερος more effective in deceiving, X.Eq.Mag.5.5. Adv. -κῶς Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 282] betrügerisch, τέχνη Plat. Soph. 240 d; Sp. auch ergötzlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἀπατῶν, ὁ δυνάμενος ν’ ἀπατᾷ, ἐπὶ σοφιστείας, Πλάτ. Σοφ. 240D, 264D, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, κ. ἀλλ. ― Συγκρ. -κώτερος, ἀποτελεσματικώτερος πρὸς ἐξαπάτησιν, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Δ΄, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
trompeur.
Étymologie: ἀπάτη.