A wipe out, τὰ ποτήρια Hdt.3.148.
[Seite 778] (s. σμάω), aus-, abwischen; τὰ ποτήρια ἐξέσμων Her. 3, 148.
ἐκσμάω: ἐκσμήχω, σπογγίζω, ἐξέσμων ποτήρια Ἡρόδ. 3. 148· «ἐξέσμων· ἔσμηχον· καὶ ἔσμων δὲ τὸ αὐτὸ» Ἡσύχ.
-ῶ :essuyer des vases.Étymologie: ἐκ, σμάω.