ὁ, Dor. for βηλός (q.v.).
[Seite 431] ὁ, dor. = βηλός, Aesch. Ch. 564.
βᾱλός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ βηλός, ὃ ἴδε.
dor. c. βηλός.