ψωμίζω
English (LSJ)
fut. Att.
A -ιῶ LXXNu.11.4:—feed by putting little bits into the mouth, as nurses do to children, Ar.Th.692, Lys.19, Hp.Morb. 4.54; or sick people, Id.Epid.7.3; ψ. τινά τι LXX l. c.:—Pass., ἐπίσταμαι γὰρ... οἷς ψωμίζεται with what tit-bits he is fed, Ar.Eq. 715. II give food by hand, σῖτον οὐδ' ἐάν τις ψωμίζῃ δύνανται καταπιεῖν Arist.HA592a30; bestow for food, ψ. πάντα τὰ ὑπάρχοντα 1 Ep.Cor.13.3. 2 bait, ἄγκιστρον PFay.2 iii 14 (Lyr.Adesp.).
German (Pape)
[Seite 1405] Einen füttern, indem man ihm die Bissen, die man gekau't hat, in den Mund steckt, Ar. Lys. 19 Th. 692; übh. füttern, mästen, τινά τινι, Equ. 715.
Greek (Liddell-Scott)
ψωμίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κυρίως τρέφω ἐμβάλλων μικρὰ τεμάχια εἰς τὸ στόμα, ὡς αἱ τροφοὶ τρέφουσι τὰ βρέφη, τρέφω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 692, Λυσ. 19· ἢ τοὺς νοσοῦντας, Ἱππ. 1208D· ψ. ψωμίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 3. 1· ψ. τὰ ὑπάρχοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ’, 3· - Παθ., ἐπίσταμαι γάρ.., οἷς ψωμίζεται, μὲ τί «ψίχουλα» τρέφεται, Ἀριστοφ. Ἱππ. 715.
French (Bailly abrégé)
f. att. ψωμιῶ;
mettre les morceaux dans la bouche, acc..
Étymologie: ψωμός.