ον,
A wretched, βίοτος δ. AP9.574.
δύσζωος: -ον, ἄθλιος, δυστυχής, βίος δ. Ἀνθ. Π. 9. 574.
ος, ον :qui mène une vie misérable.Étymologie: δυσ-, ζωή.