μετακινητός

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.