ἀποβλητέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18. II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.