δεινόω

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A make terrible: exaggerate, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Th. 8.74; δεινῶσαι τὰς συμφοράς Plu.Per.28.

German (Pape)

[Seite 539] schrecklich, groß machen, übertreiben, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα Thuc. 8, 74; Plut. Pericl. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δεινόω: ποιῶ τι δεινόν, ἐξογκώνω, μεγαλώνω, παριστάνω ἐπὶ τὸ μεῖζον, ἐπὶ τὸ μεῖζον πάντα δεινώσας Θουκ. 8. 74· δεινῶσαι τὰς συμφορὰς Πλούτ. Περικλ. 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exagérer (le danger, les défauts ou les inconvénients de qch).
Étymologie: δεινός.