κρεμάς

Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

άδος, ἡ, fem. Adj.

   A beetling, πέτρα A.Supp.795 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεμάς: -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
suspendue.
Étymologie: κρεμάννυμι.