ον,
A taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).
βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
ος, ον :qui surveille les mortels.Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.