Ἀρκαδία
English (LSJ)
ἡ,
A Arcadia, Il.2.603, etc.:—hence Ἀρκαδίηνδε A.R.2.1052: Ἀρκαδίηθεν Id.1.161. Ἀρκαδικός, ή, όν,
A Arcadian, Men.462.8. Ἀρκάς, άδος, ὁ, Arcadian, pl. Ἀρκάδες ἄνδρες Il.2.611: also as Adj., ὁ, ἡ, *)a. κυνῆ prob. in S.Fr.262.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Arcadie, contrée du Péloponnèse.
Étymologie: Ἀρκάς.