ον,
A unpalatable, πῶμα A.Eu.266.
[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.
δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.
ος, ον :difficile à boire.Étymologie: δυσ-, πίνω.