Στερόπης

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Greek (Liddell-Scott)

Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.