περιποτάομαι

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

poet. for περιπέτομαι,

   A hover about, τὰ δ' ἀεὶ ζῶντα (sc. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται S. OT482 (lyr.): c. acc., Hld.2.22.

German (Pape)

[Seite 589] poet. statt περιπέτομαι, herumfliegen, umflattern, Soph. O. R. 482.

Greek (Liddell-Scott)

περιποτάομαι: ποιητ. ἀντὶ περιπέτομαι, περιίπταμαι, πετῶ ὁλόγυρα, τὰ δ’ ἀεὶ ζῶντα (δηλ. τὰ μαντεῖα) περιποτᾶται Σοφ. Ο. Τ. 482· μετ’ αἰτ., Ἡλιόδ. 2. 22.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
c. περιπέτομαι.