τό,
A v. ἡνία, τά.
[Seite 1172] τό, das Gebiß, τὸ μέσον τοῦ χαλινοῦ, Poll. 1, 148; der plur. bei Hom. = ἡ ἡνία, w. m. s.
ἡνίον: τό, ἵδε ἡνία, τά.
ου (τό) :d’ord. au pl. ἡνία, ων (τά) :brides, rênes.Étymologie: cf. ἡνία.