μελιττουργός

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

μελιττ-ουργέω, μελιττ-ουργία, Att. for μελισς-.

Greek (Liddell-Scott)

μελιττουργός: -ουργέω, -ουργία, Ἀττ. ἀντὶ μελισσ-.

French (Bailly abrégé)

att. c. μελισσουργός.