ον,
A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.
εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.
ος, ον :facilement accessible ; facile.Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.