κόγξ

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Greek (Liddell-Scott)

κόγξ: ὁ ἦχος ὃν προὐξένει ἡ ψῆφος πίπτουσα εἰς τὴν κάλπην (κάδον), Ἡσύχ.· περὶ τοῦ κόγξ, ὄμπαξ (ἐφθαρμ. ἀντὶ κόγξ, ὁμοίως πάξ), ἴδε Λοβ. Ἀγλαοφ. 775 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

interj.
onomatopée imitant le bruit d’un caillou tombant dans l’urne.
2interj.
« silence ! assez ! ».