τετραθέλυμνος

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον)

   A of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.

German (Pape)

[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre fondements en parl. d’un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.