ῆρος, ὁ, (νίζω)
A washing-vessel, basin, Ev.Jo.13.5.
νιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγείον ἐν ᾧ νίπτεταί τις, λεκάνη, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 5.
ῆρος (ὁ) :vase pour laver les pieds.Étymologie: νίπτω.