περιττός
English (LSJ)
περιτρῡπ-άκις, περιτρῡπ-εύω, περιτρῡπ-ωμα, etc., v. περισς-.
Greek (Liddell-Scott)
περιττός: -άκις, -εύω, -ωμα, κτλ., ἴδε ἐν λ. περισσ-.
French (Bailly abrégé)
att. c. περισσός.
περιτρῡπ-άκις, περιτρῡπ-εύω, περιτρῡπ-ωμα, etc., v. περισς-.
περιττός: -άκις, -εύω, -ωμα, κτλ., ἴδε ἐν λ. περισσ-.
att. c. περισσός.