μείλινος

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1η, ον :
épq. c. μέλινος.
2ος, ον :
c. μείλιχος.