αἱμοφόρυκτος

Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον, (φορύσσω)

   A defiled with blood, κρέα Od.20.348; ῥεύματα Heraclit.All.42.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοφόρυκτος: -ον, (φορύσσω) = μεμολυσμένος δι’ αἵματος, κρέα, Ὀδ. Υ. 348.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
souillé de sang, tout sanglant.
Étymologie: αἷμα, φορύσσω.