ἐγκρασίχολος
English (LSJ)
[ῐ], a small fish,
A anchovy, Arist.HA569b27, Call.Fr. 38, Ael.NA8.18.
German (Pape)
[Seite 709] ὁ (mit Galle gemischt), ein kleiner Fisch, wie die Sardelle, Arist. H. A. 6, 15; vgl. Ael. H. A. 8, 18 u. Ath. VII, 285 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκρᾱσίχολος: ὁ, εἶδος μικροῦ ἰχθύος, συνώνυμ. τῷ ἐγγραυλὶς (ἢ ἔγγραυλις) κοινῶς χαψί, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 9, ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 168.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
anchois, poisson.
Étymologie: ἐγκεράννυμι, χολή.