εως, ἡ,
A relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.
συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
εως (ἡ) :relation.Étymologie: συννέμω.