σάκτωρ

Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A packer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν who fills the nether world with Persians, of death, A.Pers.924 (unless Περσᾶν be taken with ἥβαν).

German (Pape)

[Seite 859] ορος, ὁ, der Vollstopfer, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, der den Hades vollstopft, die Unterwelt mit Todten füllt, Aesch. Pers. 888.

Greek (Liddell-Scott)

σάκτωρ: -ορος, ὁ, (σάττω) ὁ φορτώνων, γεμίζων, Ἅιδου σάκτορι Περσᾶν, ὁ πληρῶν τὸν κάτω κόσμον μὲ Πέρσας, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 924 (ἂν μὴ ἡ γεν. Περσᾶν συναφθῇ μετὰ τοῦ ἥβαν, οὐχὶ μετὰ τοῦ σάκτορι).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
celui qui remplit, qui entasse : σάκτωρ ᾍδου ESCHL pourvoyeur des Enfers.
Étymologie: σάττω.