Dor. for πίθηκος; also in Sammelb.2629 (Naucratis).
[Seite 613] ὁ, dor. = πίθηκος, Ar. Ach. 871.
πίθᾱκος: Δωρ. ἀντὶ τοῦ πίθηκος.
dor. c. πίθηκος.