A one must hide, S.Ant.273, AP 5.251 (Paul. Sil.).
κρυπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ κρύπτω, δεῖ κρύπτειν, Σοφ. Ἀντ. 273, Ἀνθ. Π. 5. 252.
adj. verb. de κρύπτω.