τό, Dim. of ποίημα, Id.Cic. 2, Longin.33.5.
[Seite 648] τό, dim. von ποίημα, Sp., wie Luc. Philopatr. 13 Plut. Cic. 2.
ποιημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ποίημα, Πλουτ. Κικ. 2, Λογγῖν. 33. 5.
ου (τό) :petit poème.Étymologie: ποίημα.