πέλτης

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A the Nile-fish κορακῖνος salted, Diph.Siph. ap. Ath.3.121b.

German (Pape)

[Seite 552] ὁ, der eingesalzene Flußfisch κορακῖνος, Ath. III, 121 b.

Greek (Liddell-Scott)

πέλτης: -ου, ὁ, = κορακῖνος· «ὁ δὲ ποτάμιος κορακῖνος, ὃν πέλτην τινὲς καλοῦσιν, ὁ ἀπὸ τοῦ Νείλου» παρ’ Ἀθην. 121Α. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλτης· θράκιον ὅπλον, καὶ εἶδος ταρίχου».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
nom du poisson κορακῖνος après salaison (εἶδος ταρίχου).
Étymologie: DELG pas d’étym.