μουνό-γονος, μουνό-λιθος, μουνο-μήτωρ, μουνο-τόκος, μουνόω, etc., v. μονο-.
μουνογενής: -γονος, μουνόλιθος, -μήτωρ, -τόκος, μουνόω, κτλ., ἴδε ἐν λ. μονο-.
ion. c. μονογενής.