θέρμινος
English (LSJ)
η, ον, (θέρμος)
A of lupines, ἄλευρα Dsc.2.110; πανοπλία Luc.VH1.27.
German (Pape)
[Seite 1201] von Feigbohnen; Diosc.; Luc. Ver. Hist, 1. 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
θέρμῐνος: -η, -ον, (θέρμος) ἐκ θέρμων (κοιν. ἀπὸ λούπινα), Διοσκ. 2. 135, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 27.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lupin.
Étymologie: θέρμος.