καταναρκάω

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

German (Pape)

[Seite 1365] eigtl. erstarren machen; durch häufiges Fordern lästig fallen, τινός, N. T. – Pass. ganz erstarren, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

καταναρκάω: ἐνερ., καταναρκᾶν τινος, ἐκ νάρκης ἀμελῶ τινος, ὡς νεναρκωμένος ἢ ὀκνηρὸς φέρομαι πρός τι, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 9., ιβ΄, 13.― Παθ., καταναρκάομαι, ἐντελῶς ναρκοῦμαι, κυριεύομαι ὑπὸ νάρκης ἢ ἀναισθησίας, «μουδιάζω» ἐντελῶς, καταναρκῶνται τὸ σῶμα Ἱππ. Ἄρθρ. 816 κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
employer un narcotique contre ; rendre lourd, accabler, plonger dans la torpeur ; Pass. être plongé dans la torpeur.
Étymologie: κατά, ναρκάω.