νῆας,
A v. ναῦς: νῆαδε, Adv. to the ship, Od.13.19; μετὰ νῆαδε A.R.4.1768.
νῆα: νῆας, ἴδε ἐν λέξ. ναῦς· - μετὰ νῆάδε, εἰς τὸ πλοῖον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1768.
acc. ion. de ναῦς.