Παράλιον
Greek (Liddell-Scott)
Παράλιον: τό, ἡρῷον (δηλ. ἱερὸν) τοῦ ἥρωος Παράλου, Δημ. 1191. 25.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire du héros attique Paralos.
Παράλιον: τό, ἡρῷον (δηλ. ἱερὸν) τοῦ ἥρωος Παράλου, Δημ. 1191. 25.
ου (τό) :
sanctuaire du héros attique Paralos.