[Seite 680] von Winden schwer bestürmt, D. Per. 759, s. δυσάνεμος.
δυσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὑποκείμενος εἰς κακοὺς ἀνέμους, ταραχώδης, Σοφ. Ἀντ. 591.
ος, ον :où souffle un vent violent.Étymologie: δυσ-, ἄνεμος.