εὐσύμβλητος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,

   A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.